- προστατίνα
- προστᾰτ-ίνα, ἡ, = sq., title of priestess at Messene, IG5(1).1447.13 (iii/ii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προστατίνα — ἡ, Α τίτλος ιέρειας τής Μεσσήνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < προστάτης + κατάλ. ινα (πρβλ. ἡμ ίνα < ἥμισυς)] … Dictionary of Greek